δοκιμαστῇ

δοκιμαστῇ
δοκιμαστής
examiner
masc dat sg (attic epic ionic)
δοκιμαστός
approved
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δοκιμαστή — δοκιμαστός approved fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμαστικός — ή, ό (AM δοκιμαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δοκιμασία, γίνεται για δοκιμασία, ο κατάλληλος για δοκιμή («δοκιμαστικός σωλήνας, δοκιμαστική βολή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην έρευνα, είναι κατάλληλος για έρευνα 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • οινογευστικός — οἰνογευστικός, ή, όν (Α) [οινογεύστης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεύση τού κρασιού 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰνογευστική η τέχνη τού δοκιμαστή κρασιού, η εμπειρία αυτού που δοκιμάζει κρασί …   Dictionary of Greek

  • φαινυλοθειοκαρβαμίδιο — το, Ν 1. χημ. κρυσταλλική ένωση που είτε έχει πικρή γεύση είτε είναι άγευστη ανάλογα με τη γενετική σύσταση τού δοκιμαστή και η οποία χρησιμοποιείται σε μελέτες γενετικής τού ανθρώπου, αλλ. φαινυλοθειουρία 2. φρ. «δοκιμασία γεύσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”